οπισθογραφώ

οπισθογραφώ
(ε) мет, юр. делать передаточную надпись

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οπισθογραφώ" в других словарях:

  • οπισθογραφώ — οπισθογραφώ, οπισθογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οπισθογραφώ — έω παραχωρώ έναν τίτλο ή δίνω εντολή είσπραξής του υπογράφοντας στο πίσω μέρος τού εγγράφου κυριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • οπισθογραφώ — οπισθογράφησα, οπισθογραφήθηκα, οπισθογραφημένος, κάνω οπισθογράφηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • οπισθογράφηση — η η μεταβίβαση τής κυριότητας και κατοχής ενός τίτλου ή η εντολή για είσπραξή του σε άλλο άτομο με δήλωση τού κατόχου, η οποία αναγράφεται στην πίσω σελίδα τού τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»